Κλαύδιος

Κλαύδιος
Κλαύδιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κλαύδιος — I Όνομα τριών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Νέρων Κ. Γερμανικός Καίσαρ. Βλ. λ. Νέρων. 2. Κ. Α’ (Tiberius Claudius Drusus Nero Germanicus, Λιόν 10 π.Χ. – Ρώμη 54 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (41 54 μ.Χ.). Ήταν γιος του Δρούσου του Πρεσβύτερου, ανιψιός… …   Dictionary of Greek

  • Άππιος Κλαύδιος — (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.).Ρωμαίος τιμητής και ύπατος. Μία από τις διασημότερες προσωπικότητες της ρωμαϊκής δημόσιας ζωής στην πρώτη δημοκρατική περίοδο. Σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή (312 π.Χ.) του πρώτου ρωμαϊκού υδραγωγείου και του… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Αιλιανός Κλαύδιος — (Aelianus Claudius, Πραίνεστος περ. 170 – 235 μ.Χ.).Ρωμαίος σοφιστής. Μιλούσε και έγραφε στην ελληνική γλώσσα, είχε μάλιστα επονομαστεί μελίγλωττος. Είναι γνωστός κυρίως από δύο έργα του: Περί ζώων ιδιότητος, με στοιχεία από διάφορες πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπίνος, Δέκιος Κλαύδιος — (2ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, που φόρεσε την πορφύρα στη Γαλατία μετά τον θάνατο του Περτίνακα το 192 μ.Χ. Αποκεφαλίστηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο, ο οποίος τον νίκησε το 197 στο Λούγδουνον της Γαλατίας (σημερινή Λιόν) …   Dictionary of Greek

  • Βρετανικός, Κλαύδιος Τιβέριος Γερμανικός — (Tiberius Claudius Germanicus Britannicus, Ρώμη 41 – 55 μ.Χ.). Ρωμαίος, γιος του αυτοκράτορα Κλαύδιου και της Μεσσαλίνας. Η Σύγκλητος του έδωσε την ονομασία Βρετανικός μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του πατέρα του εναντίον των Βρετανών (43 μ.Χ.). Η… …   Dictionary of Greek

  • Θρασέας, Πόπλιος Κλαύδιος Παίτος — (Publius Clodius Thrasea Paetus, ; – 66 μ.Χ.). Ρωμαίος συγκλητικός και στωικός φιλόσοφος. Έζησε στην εποχή του Νέρωνα. Το 59 μ.Χ. κατήγγειλε τον αυτοκράτορα ως μητροκτόνο και εμπόδισε τη Σύγκλητο να καταδικάσει σε θάνατο τον πραίτορα Αντίσιο, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιοβιανός, Φάβιος Κλαύδιος — (Favius Claudius Jovianus, ; – 364 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (363 364). Ήταν γιος του στρατηγού Βαρωνιανού, αρχηγού της ανακτορικής φρουράς. Πολέμησε ως στρατηγός στην εκστρατεία του Ιουλιανού εναντίον των Περσών, το 362 …   Dictionary of Greek

  • Κλαυδιανός, Κλαύδιος — (Claudius Claudianus, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 4ος 5ος; αι. μ.Χ.). Λατίνος εθνικός ποιητής. Έζησε στο περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής της Ρώμης. Εκτός από ορισμένα λογοτεχνικά γυμνάσματά του, όπως η Gigantomachia και ένα ωραίο μικρό ποίημα… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκελλος, Μάρκος Κλαύδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (270 – 208 π.Χ.). Διακρίθηκε στους αγώνες της Ρώμης κατά των Ινσόμβρων, των Συρακούσιων και των Καρχηδονίων. Μετά τη νίκη του κατά των Ινσόμβρων αναγνωρίστηκε από τον λαό ως τρίτος και τελευταίος άρχοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”